- ινδοειρηνικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει στην Ινδική Χερσόνησο ή στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό2. φρ. «ινδοειρηνική περιοχή» — μια από τις θαλάσσιες ζωογεωγραφικές περιοχές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ινδοειρηνικός — ή, ό που ανήκει στην Ινδική χερσόνησο (ή τον Ινδικό ωκεανό), και τον Ειρηνικό ωκεανό: Ινδοειρηνική θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)